Η παρακάτω ιστορία είναι τμήμα της ταινίας Red Riding Hood (Η Κοκκινοσκουφίτσα)
Οι χωρικοί του χωρίου νομίζουν ότι έχουν καταφέρει να σκοτώσουν τον Λυκάνθρωπο που εδώ και δυο γενιές μαστίζει τον τόπο τους. Έχουν δέσει το κεφάλι του λύκου σε ένα δοκάρι και το περιφέρουν στο χωρίο. Εκείνη την ώρα φτάνει στο χωρίο ο Πάτερ Σολομών...
-Αυτός δεν είναι λυκάνθρωπος.
-Χωρίς παρεξήγηση ζούμε μ' αυτό το κτήνος εδώ και δυο γενιές.. Ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε.
- Χωρίς παρεξήγηση...δεν έχετε ιδέα με τι έχετε να κάνετε.
Ήμουν κι εγώ σαν εσάς κάποτε. Η γυναίκα μου ονομαζόταν Πηνελόπη. Μου χάρισε δυο πανέμορφες κόρες. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια. Ζούσαμε σ' ένα χωριό σαν αυτό. Τη νύχτα που κέρδισε ο Διάβολος... Το χωριό μας το μόλυνε ένας λυκάνθρωπος. Ένα βράδυ με πανσέληνο εγώ κι οι φίλοι μου, μεθύσαμε. Αποφασίσαμε να τον κυνηγήσουμε. Δε σκεφτήκαμε ότι μπορεί να τον βρούμε, αλλά τον βρήκαμε. Έκοψε τον καλύτερό μου φίλο, στα δυο. Γρήγορα. Και βρέθηκε μπροστά μου. Και τον χτύπησα με το τσεκούρι μου. Και ξάφνου... εξαφανίστηκε.
Είχα κόψει ένα από τα μπροστινά του πόδια. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλό ενθύμιο και το πήρα σπίτι μου. Κι εκεί βρήκα τη γυναίκα μου... μ' ένα ματωμένο κουρέλι τυλιγμένο στον καρπό της. Και όταν άνοιξα τον σάκο μου, το πόδι τού λυκανθρώπου... είχε εξαφανιστεί. Αυτό βρισκόταν στη θέση του. Είπα στα κορίτσια μου πως τη μητέρα τους τη σκότωσε ο λυκάνθρωπος. Αλλά ήταν ψέμα. Εγώ τη σκότωσα. Όταν πεθαίνει ο λυκάνθρωπος ξανά παίρνει την ανθρώπινη μορφή του. Αυτός είναι ένας κοινός γκρίζος λύκος...
Οι χωρικοί του χωρίου νομίζουν ότι έχουν καταφέρει να σκοτώσουν τον Λυκάνθρωπο που εδώ και δυο γενιές μαστίζει τον τόπο τους. Έχουν δέσει το κεφάλι του λύκου σε ένα δοκάρι και το περιφέρουν στο χωρίο. Εκείνη την ώρα φτάνει στο χωρίο ο Πάτερ Σολομών...
-Αυτός δεν είναι λυκάνθρωπος.
-Χωρίς παρεξήγηση ζούμε μ' αυτό το κτήνος εδώ και δυο γενιές.. Ξέρουμε με τι έχουμε να κάνουμε.
- Χωρίς παρεξήγηση...δεν έχετε ιδέα με τι έχετε να κάνετε.
Ήμουν κι εγώ σαν εσάς κάποτε. Η γυναίκα μου ονομαζόταν Πηνελόπη. Μου χάρισε δυο πανέμορφες κόρες. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια. Ζούσαμε σ' ένα χωριό σαν αυτό. Τη νύχτα που κέρδισε ο Διάβολος... Το χωριό μας το μόλυνε ένας λυκάνθρωπος. Ένα βράδυ με πανσέληνο εγώ κι οι φίλοι μου, μεθύσαμε. Αποφασίσαμε να τον κυνηγήσουμε. Δε σκεφτήκαμε ότι μπορεί να τον βρούμε, αλλά τον βρήκαμε. Έκοψε τον καλύτερό μου φίλο, στα δυο. Γρήγορα. Και βρέθηκε μπροστά μου. Και τον χτύπησα με το τσεκούρι μου. Και ξάφνου... εξαφανίστηκε.
Είχα κόψει ένα από τα μπροστινά του πόδια. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλό ενθύμιο και το πήρα σπίτι μου. Κι εκεί βρήκα τη γυναίκα μου... μ' ένα ματωμένο κουρέλι τυλιγμένο στον καρπό της. Και όταν άνοιξα τον σάκο μου, το πόδι τού λυκανθρώπου... είχε εξαφανιστεί. Αυτό βρισκόταν στη θέση του. Είπα στα κορίτσια μου πως τη μητέρα τους τη σκότωσε ο λυκάνθρωπος. Αλλά ήταν ψέμα. Εγώ τη σκότωσα. Όταν πεθαίνει ο λυκάνθρωπος ξανά παίρνει την ανθρώπινη μορφή του. Αυτός είναι ένας κοινός γκρίζος λύκος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου