Όταν ήμουν σε ηλικία περίπου εννιά ετών, είχα τον πρώτο μου εφιάλτη. Ή τουλάχιστον τον πρώτο που τον θυμόμουν για πολλές μέρες αφότου ξύπνησα. Ακόμα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνέβησαν μέσα σε εκείνο το καταραμένο όνειρο. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από το κρεβάτι και είδα μία σκιά να εξαφανίζεται πίσω από την πόρτα του δωματίου μου και να κατευθύνεται προς τον διάδρομο, που οδηγούσε στο σαλόνι. Άρχισα να περπατάω προς την ίδια κατεύθυνση, με οδηγό την περιέργεια μου να ανακαλύψω τον κάτοχο της. Καθώς προχωρούσα και πλησίαζα όλο και περισσότερο στο τέλος του διαδρόμου, μπόρεσα να διακρίνω μία γαλανωπή λάμψη, που διαπερνούσε το πηχτό σκοτάδι, όπου είχε καταλάβει για κάποιο περίεργο λόγο όλο το σπίτι. Φτάνοντας στο σαλόνι, άνοιξα ορθάνοιχτα τα μάτια μου, βλέποντας ότι η λάμψη ερχόταν από μία γυναικεία φιγούρα.
Ήταν μετρίου αναστήματος, με μακριά μελαχρινά μαλλιά και καλοφτιαγμένο σώμα. Φορούσε ένα μακρύ, γκρίζο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και κατέληγε στα ξυπόλητα πόδια της. Όταν γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε κατάματα αφήνοντας με να δω με κάθε λεπτομέρεια τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της και το υπόλοιπο πρόσωπο της. Γονάτισε μπροστά μου ώστε τα βλέμματα μας να βρίσκονται στο ίδιο ύψος και με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο, κάνοντας με να χαμογελάσω και εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Για λίγο όλα πήγαιναν καλά και εγώ είχα αρχίσει να αισθάνομαι πολύ οικία απέναντι στην γαλανομάτα γυναίκα, τότε όμως πρόσεξα ότι σε μία γωνία του ταβανιού είχε ξεκινήσει να σχηματίζετε μια άλλη, σκοτεινή φιγούρα. Στην αρχή έμοιαζε με άντρα που κρεμόταν από το ταβάνι, καθώς όμως αποκτούσε σχήμα κατάλαβα ότι αυτό που έβλεπα δεν ήταν σε καμία περίπτωση η φιγούρα ενός ανθρώπου. Τα αυτιά του γίνονταν όλο και πιο μυτερά, το ίδιο και τα νύχια του, ενώ παράλληλα στην πλάτη του είχαν αρχίσει να εμφανίζονται δύο πελώριες, κατάμαυρες φτερούγες σαν της νυχτερίδας. Όταν πήρε την τελική του μορφή, το μόνο ανθρώπινο πάνω του ήταν τα μάτια του, τα οποία έμοιαζαν με αυτά της γυναίκας, μόνο που είχαν μία πιο σκοτεινή απόχρωση του γαλάζιου, που τα έκανε να φαίνονται σχεδόν γκρίζα. Το πλάσμα μου χάρισε ένα απόκοσμο χαμόγελο, γεμάτο από κοφτερά δόντια που χωρούσαν ίσα ίσα στο στόμα του. Έπειτα με ένα από τα τεράστια νύχια του ξεκίνησε να χαράζει γράμματα στον τοίχο, ώσπου σχηματίστηκε η λέξη «σύντομα». Τότε στράφηκα ξανά προς την γυναίκα και με φρίκη ανακάλυψα ότι είχε πάρει το ίδιο φρικαλέο χαμόγελο με το τερατώδες πλάσμα.
Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα και έτρεξα στους γονείς μου, έχοντας ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα του πλάσματος, που κρεμόταν από το ταβάνι και το χαμόγελο που είχαν στα χείλη εκείνο και η γυναίκα. Τουλάχιστον όμως είχα, μέχρι εκείνη την στιγμή, την αίσθηση ότι ήταν απλώς ένα όνειρο, κάτι το οποίο έπαψα να πιστεύω μόλις βρήκα τους γονείς μου να παίρνουν το πρωινό στο σαλόνι .
Καθώς είχε μόλις αρχίσει να ξημερώνει, οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το τζάμι του παραθύρου φωτίζοντας το δωμάτιο από άκρη σε άκρη. Μια από αυτές έπεσε πάνω στο τοίχο όπου βρισκόταν πίσω από τους γονείς που έπιναν τον καφέ τους καθισμένοι στον καναπέ. Στο ίδιο σημείο που στο όνειρο μου το πλάσμα χάραξε τον τοίχο, τώρα υπήρχε μια μουτζούρα που έμοιαζε να είχε προκληθεί από την υγρασία ή από καπνό. Την στιγμή εκείνη παρέλυσα από τον φόβο. Όταν το είπα στον πατέρα και στην μητέρα μου, μου είπαν πως επρόκειτο για απλή σύμπτωση και προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο για την μουτζούρα στην βροχή που έπεσε τα ξημερώματα, και όπως είπαν έφερε πολύ υγρασία η οποία προκάλεσε φθορές σε όλους τους τοίχους του σπιτιού. Εγώ ωστόσο δεν βρήκα σημάδια σε κανέναν άλλο τοίχο.
Από εκείνη την μέρα έβλεπα σχεδόν κάθε νύχτα παραλλαγές εκείνου του εφιάλτη. Όλες όμως είχαν ένα κοινό: Πρώτα εμφανιζόταν η γαλανομάτα γυναίκα και έπειτα αυτό το πλάσμα με τα φτερά νυχτερίδας. Όταν έκλεισα πια έναν χρόνο από τότε που άρχισα να βλέπω τα όνειρα και αφού οι γονείς αποφάσισαν ότι έπρεπε να με βοηθήσουν με κάποιο τρόπο, με έστειλαν σε ψυχολόγο. Ο κύριος που με ανέλαβε ήξερε τι έκανε και μετά από εννιά δίωρες συνεδρίες έπαψα να βλέπω εφιάλτες. Δυστυχώς όμως επέστρεψαν όταν είχα πια γίνει ενήλικας και αυτή την φορά πολύ πιο έντονοι και ζωντανοί , από ότι πριν την ψυχανάλυση , κρατώντας πάντα τη γνωστή σειρά εμφάνισης της γυναίκας και του πλάσματος.
Πριν λίγες μέρες το πλάσμα ξανά χάραξε ένα μήνυμα στο τοίχο, που όμως τώρα έγραφε «ερχόμαστε». Εχθές όταν γυρνούσα σπίτι, είδα σε ένα παγκάκι να κάθεται μία γυναίκα με ρούχα ίδια με εκείνης των ονείρων μου. Όταν με κοίταξε, κατάλαβα ότι ήταν ακριβώς η ίδια. Για λίγο έμεινα ακίνητος, μην ξέροντας τι να κάνω, και στη συνέχεια άρχισα να προχωράω με γρήγορο βηματισμό μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου κοιτώντας κάθε τόσο πίσω μου. Την νύχτα δεν είδα όνειρο, δεν μπόρεσα όμως να κοιμηθώ γιατί ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω αν έζησα πραγματικά της τελευταίες ώρες. Μέσω των σκέψεων μου κατέληξα ότι πράγματι τις έζησα και αν πράγματι το έζησα τότε πράματι είδα την γαλανομάτα γυναίκα και τότε…
Σταμάτησα να σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, καθώς κατάλαβα ότι αυτό σημαίνει πως σύντομα θα συναντούσα και τον δεύτερο «ήρωα» των ονείρων, αφού πάντα κάνει την εμφάνιση του μετά την γυναίκα. Μην γνωρίζοντας λοιπόν τι έπρεπε να κάνω , για να αποφύγω την μοιραία συνάντηση, αποφάσισα να αποδεχτώ το ότι θα συμβεί και απλός να την περιμένω. Αποφάσισα ωστόσο για κάθε ενδεχόμενο να καταγράψω την ιστορία μου ώστε ο κόσμος να την μάθει, αν δεν μπορέσω να την πω ο ίδιος.
Και έτσι κατέληξα να γράφω μόνος, κλεισμένος στο δωμάτιο μου, στις πέντε τα ξημερώματα, μία ιστορία που ίσως απλώς να την φαντάστηκα, για όνειρα που δεν ήταν απλώς όνειρα. Αν απλά είχα παραισθήσεις τότε αυτή την στιγμή φαντάζομαι τους ήχους που έρχονται από τις σκάλες. Φαντάζομαι τα βήματα που ακούγονται έξω από την πόρτα μου. Φαντάζομαι το τρίξιμο της πόρτας που ανοίγει. Φαντάζομαι την καυτή ανάσα που νιώθω στο σβέρκο μου.
Αν όμως δεν τα φαντάζομαι , τότε απλά δεν θέλω να κοιτάξω πίσω μου….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου