Διαβάστε προσεχτικά της ιστορίες! Φροντίστε να μπείτε στο πνεύμα της εποχής που διαδραματίζονται... Σκεφτείτε όλες της ενδεχόμενες ερωτήσεις που μπορεί να σας γίνουν. Πολλές ιστορίες χρειάζονται βελτίωση και κάλο θα είναι να το κάνετε εσείς... Μέτα φωναχτέ την παρέα σας και μαζευτείτε σε ένα σπίτι... Ανάψτε κεριά.... Κλείστε τα φωτά.... Είναι ώρα να ειπωθούν Ιστορίες από την Απεναντίας Όχθη....

Έχω πολλά χρονιά να δω νυχτερινούς ταξιδιώτες. Βλέπετε τώρα με την πρόοδο της τεχνολογίας και των επιστήμων λιγόστεψαν οι επισκέπτες μας. Αχ! θυμάμαι τότε, που μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι και λέγαμε τρομακτικές ιστορίες. Μήπως θέλετε να σας πω μερικές που ξέρω; Αν ναι περάστε παρακαλώ από δω στο στο σαλόνι! Μια ζεστή φωτιά μας περιμένει...
Ή μήπως προτιμάτε να μάθετε τα τελευταία κουτσομπολιά από τον κόσμο του παραφυσικού, των προλήψεων και του μυστηρίου; Αν ναι, τότε ακολουθείστε με στην κουζίνα, ε να μην τσιμπήσουμε και κάτι...
ΕΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ BLOG ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΚΑΝΤΕ ΜΑΣ ΕΝΑ LIKE ΣΤΟ FACEBOOK ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!!!
Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021
Τρομακτική Ιστορία: Μήνυμα στον Εκτυπωτή
Τρομακτική Ιστορία: Ο Περίεργος Άντρας
Τρομακτική Ιστορία: Ένα Απόκοσμο Τηλεφώνημα
Τρομακτική Ιστορία: Ζόμπι
Τρομακτική Ιστορία: Μόνος Στο Σπίτι!
Ήταν Μάρτιος του 1991 και το παντρεμένο ζευγάρι με το όνομα Τζορτζ και Μάρθα ήταν έτοιμοι να βγουν για φαγητό με τον πρόεδρο της εταιρίας που δούλευε ο Τζορτζ. Είχαν στολιστεί και ετοιμαστεί και περίμεναν ένα πράγμα. Την νταντά που προσλάμβανε για να προσέχει τον οκτάχρονο γιο τους Μάρτιν. Η ώρα περνούσε και η νταντά αργούσε να έρθει. Μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο και η νταντά ήταν στην άλλη γραμμή. Η νταντά τους είχε πει πώς θα αργούσε και άλλο επειδή ήταν στο γιατρό με τη θεια της και έπρεπε να μείνει. Οι γονείς δεν ήξεραν τι να κάνουν μιας και δεν ήθελαν να χάσουν το δείπνο επειδή ήταν σημαντικό.
Ο Μάρτιν που κατάλαβε τι έγινε, είπε στην μαμά του να μην ανησυχεί και πως θα μπορούσαν να φύγουν αφού κλείδωνε ο ίδιος καλά τη πόρτα και θα περίμενε την νταντά να έρθει. Θα πρόσεχε πολύ. Η μητέρα δεν ήθελε αλλά ο γιος της ήταν τόσο πειστικός που τους έπεισε τελικά. Το ζευγάρι αποχώρισε από το σπίτι και ο Μάρτιν αφού κλείδωσε καλά τη πόρτα, πήγε στην κουζίνα όπου έβγαλε από το ψυγείο μια σακούλα με ποπ κορν, τα γέμισε σε ένα μεγάλο μπολ και έβαλε στο ποτήρι του κόκα κόλα. Πήγε στο σαλόνι, άνοιξε τη τηλεόραση και ήταν έτοιμος να απολαύσει το θρίλερ που έπαιζε, μέχρι να ερχόταν η νταντά όπου και αναγκαστικά θα πήγαινε στο δωμάτιο του.
Η ώρα πέρασε και άλλο, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Ήταν απλά καταιγίδα που ξέσπασε ξαφνικά, και άρχισε στο λεπτό να βρέχει μανιωδώς. Ο Μάρτιν συνέχιζε να βλέπει τηλεόραση, μέχρι που έγινε το χειρότερο. Η καταιγίδα ήταν τόσο ισχυρή που έπεσαν τα φωτά του σπιτιού και της γειτονιάς. Η τηλεόραση έκλεισε, και ο Μάρτιν περίμενε τώρα την νταντά να έρθει όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όταν μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε μια φωνή να λέει, “Για, θέλεις να παίξουμε; θέλεις να παίξουμε κρυφτο;”. Ο Μαρτίν τρόμαξε. Δεν άκουσε κανέναν θόρυβο από κάποιον να μπαίνει στο σπίτι, και η πόρτα ήταν καλά κλειδωμένη, καθώς και τα παράθυρα. Η φωνή ήταν παιδική και ενός μικρού κοριτσιού. Ξανακούστηκε πιο έντονα αυτή τη φορά. “Θες να παίξουμε; θες να παίξουμε; θες να παίξουμε;”. Ο Μάρτιν πανικοβλήθηκε.
Προσπάθησε να μην κλάψει, κράτησε τις δυνάμεις του, πέταξε κάτω τα ποπ κορν και την κόκα κόλα, και μη κάνοντας άλλο θόρυβο, κατευθυνόταν με αργά βήματα στο δωμάτιο του. Μπήκε στο δωμάτιο και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι. Περίμενε την νταντά. Η ώρα πέρασε και η φωνή δεν ακουγόταν άλλο. Ο Μάρτιν ήταν ακόμα τρομαγμένος, μέχρι που χτύπησε η πόρτα. Αμέσως σκέφτηκε πως ήταν η νταντά που τελικά ήρθε. Βγήκε από το κρεβάτι του, άνοιξε την πόρτα σιγά σιγά, και πήγαινε προς την εξώπορτα. Όταν η φωνή ξανακούστηκε αλλά αυτή την φορά δυνατά, “έλα να παίξουμε, έλα να παίξουμε”. ο Μάρτιν γύρισε πίσω το κεφάλι του και είδε…….. και άρχισε να ουρλιάζει.
Η νταντά που άκουσε τις κραυγές με την βοήθεια των γειτόνων έσπασε τη πόρτα και βρήκε το παιδί στο πάτωμα μη μπορώντας να αναπνεύσει. Αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο και πήγαν στο νοσοκομείο, όπου έφτασαν και οι γονείς εκεί έντρομοι. Μετά από μέρες και αφού οι γιατροί προσπαθούσαν να δουν τι φόβισε το παιδί τόσο πολύ, Ο Μάρτιν έβγαλε μόνο μια φράση από το στόμα του, “δεν έχει πρόσωπο, δε έχει πρόσωπο”. Ο Μάρτιν δεν ξαναμίλησε, και 2 χρόνια μετά ήταν υπό την ιατρική περίθαλψη γιατρών και ψυχολόγων. Οι γονείς ποτέ δεν έμαθαν τι είχε συμβεί. Παρά μόνο 8 μήνες αργότερα πολλοί στη γύρω περιοχή άρχισαν να κάνουν εικασίες για ένα παλιό εργοστάσιο εγκαταλειμμένο. Η ιστορία έλεγε πώς το 1950 κάτι παιδιά είχαν μπει κρυφά μέσα για να παίξουν κρυφτό. Τότε ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά και τα παιδιά χωρίς τη βοήθεια κανενός εγκλωβίστηκαν μέσα και κάηκαν ζωντανά. Μάλιστα τα πτώματα ήταν τόσο καμένα που σόκαραν και τον ίδιο τον ιατροδικαστή. Από τότε έλεγαν πολλοί για περίεργα πράγματα που συνέβαιναν στο εργοστάσιο μιας και δεν ξανακτίστηκε. Δυο παιδιά που πήγαν εκεί περά βράδυ, άκουγαν γέλια και φωνές να ακούγονται από μέσα και φυσικά το βαλαν στα πόδια.
Ο Μάρτιν δεν ξαναμίλησε παρά μόνο στα 22 του χρόνια και με τη βοήθεια ύπνωσης εκμυστηρεύτηκε τι του συνέβη. Η υπόθεση είναι ακόμα ανοιχτή.
Τρομακτική Ιστορία: Η Ιστορία της Πορσελάνινης Κούκλας
Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι μια ιστορία βγαλμένη από την φαντασία και δεν έχει σκοπό να τρομοκρατήσει. Είναι η ιστορία μίας Πορσελάνινης κούκλας μίας κούκλας που μέσα της κρύβει μια εγκλωβισμένη ψυχή.
Στο νεοκλασικό μου σπίτι, ένα σπίτι που ποια οι γονείς μου μαζί με τον θείο μου έχουν πουλήσει, ένα σπίτι με ξύλινα πατώματα, ένα σπίτι που έμελλε να γίνει μία ακόμα ιστορία από τις ιστορίες τρόμου.
Τέλος του 1890 το σπίτι αυτό ήταν ένα σχολείο για τα παιδία της εποχής. Για αρκετά χρόνια αποτελούσε ένα κέντρο πολιτισμού και εκπαίδευσης για τα παιδία αυτά. Ίσως να πήγαινε και η γιαγιά μου εκεί, δεν θέλω να πω κάτι λάθος λόγω του ότι η γιαγιά μου δεν είναι πια στην ζωή, όποτε θα αφήσω ένα πέπλο μυστηρίου σε αυτό το στοιχείο.
Μετά από αρκετά χρόνια το σχολείο σταμάτησε να λειτουργεί, πιθανότατα λόγο της εξάπλωσης της κωμόπολης ο χώρος δεν ήταν επαρκής για κάτι τέτοιο, έτσι το εν λόγο χτίσμα μετά από έναν άλλον αγοραστή πέρασε στα χέρια του παππού μου. Το σπίτι ήταν μεγάλη ευκαιρία πολύ μεγάλο και σε καλή τιμή. Ο παππούς μου δεν έχασε την ευκαιρία να το αγοράσει. Έτσι παντρεύτηκε την γιαγιά μου και έκαναν δύο αγόρια τον πατέρα μου και τον θείο μου. Οι ζωές του κυλούσαν ομαλά και έτσι να παιδία μεγάλωσαν και έκαναν και αυτοί παιδία. Ένα από τα παιδία είμαι και εγώ, και αυτή είναι η ιστορία μου.
Όταν άρχισα να έχω τις πρώτες μου αναμνήσεις από το σπίτι της γιαγιάς μου και του παππού μου πάντα θυμάμαι να με διακατέχει μια παγωμάρα, θα μπορούσε να ήταν ο φόβος ενός παιδιού όμως πολλές φορές οι αλήθειες εμφανίζονται μόνο σε αυτούς που τις πιστεύουν.
Ένα βράδυ κοιμώμενος μαζί με τους γονείς μου σηκώθηκα γιατί δεν ήμουν πολύ καλά, θυμάμαι άνοιξα την πόρτα αυτού του δωματίου, ήταν σχεδόν σκοτεινά και είδα την κούκλα να γύρνα και να με κοιτά. Με κοίταξε το θυμάμαι… ορκίζομαι πως δεν έκανα λάθος… πιστεύω πως ήθελε να μάθω ότι ζει. Αμέσως έσπευσα στο κρεβάτι και πήρα αγκαλιά την μητέρα μου. Το πρωί είπα την ιστορία στον πατέρα μου. Όλοι γέλασαν. Μου είπαν πως μου φάνηκε και πως είναι από πλαστικό και δεν έχει ψυχή. Θυμάμαι που μου την σήκωσε η γιαγιά ψηλά λέγοντας πως είναι απλά μία κούκλα και τίποτα παραπάνω.
Μετά από εκείνη την βραδιά αλλάξαμε δωμάτιο, δεν ξέρω αν ο φόβος με είχε κυριεύσει αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Άκουγα βήματα. Οι γονείς μου, μου είπαν πως είναι παλιό το σπίτι και πως ο αέρας έκανε θόρυβο, όμως εγώ ήμουν σίγουρος πως κάτι παράξενο συνέβαινε στο σπίτι. Το πάτωμα έτριζε κάθε βράδυ σαν κάτι να περπατά. Ένοιωθα το στρώμα μου βαρύ και ο φόβος με διακατείχε.
Με τα χρόνια εξαιτίας του θανάτου του παππού μου και της μεγάλης ηλικίας της γιαγιάς μου το σπίτι πουλήθηκε. Για πολλά χρόνια είχα ξεχάσει το τι είδα, το τι ένοιωσα. Ίσως αμφισβήτησα τον εαυτό μου, ώσπου μία μέρα σε μία αναπόληση της ζωής μας όταν ήμασταν μικροί οι μεσαία μου ξαδέλφη (μεγαλύτερη από εμένα) μου είπε για αυτήν την κούκλα. Τα λόγια της ήταν ακριβώς αυτά που φοβόμουν να ακούσω: «Δεν ξέρω γιατί αλλά αυτή η κούκλα πάντα με τρόμαζε, όχι μόνο η κούκλα αλλά και το δωμάτιο, ήταν κρύο, ήταν ξένο, αισθανόμουν πως η κούκλα κάποιες φορές με κοιτούσε, μία μέρα όταν οι γονείς μου με άφησαν με την γιαγιά, την είδα να μου χαμογελά».
Την επόμενη μέρα άρχιζα να κατακλύζω τον πατέρα μου με ρωτήσεις για την κούκλα. Ο ίδιος την θυμόταν από μικρός εκεί. Πότε δεν ρώτησα ποιος την έφερε και γιατί μου είπε. Ποτέ δεν έγινε κάποια αναφορά σε αυτήν. Βουτηγμένος στην περιέργεια έψαξα όλες τις οικογενειακές μας φωτογραφίες, όμως εις μάτην καμία δεν περιείχε αυτήν κούκλα. Πως καμία φωτογραφία δε υπήρχε με αυτήν; Πως και γιατί αναπάντητα. Αυτή η κούκλα έκρυβε πολλά μυστικά, ήμουν πια σίγουρος.
Μετά από πίεση ζήτησα από τον πατέρα μου να επισκεφτούμε τον άνθρωπο που είχε νοικιάσει το σπίτι. Το σπίτι είχε αλλάξει ριζικά και τίποτα δεν θύμιζε το παλιό μας σπίτι. Το δωμάτιο με την κούκλα ήταν άδειο, ο ίδιος είπε πως δεν του άρεσε πολύ ο χώρος για υπνοδωμάτιο. Εγώ τον ρώτησα αν είχε δει την κούκλα. Ο ίδιος δεν θυμόταν. Μου είπε με βλέμμα αβέβαιο πως μάλλον την είχε κατεβάσει στην αποθήκη και πως δεν ταίριαζε στην αισθητική του χώρου. Χαμογελάσαμε και φύγαμε ασφαλώς αμήχανοι. Το βλέμμα του πατέρα μου ήταν επικριτικό με έντονη αμφισβήτηση όμως εγώ ήμουν σίγουρος κάτι υπήρχε.
Δεν ξέρω και δεν μπορώ να πω κάτι στα σίγουρα, αλλά έχω μία θεωρία πάνω σε αυτή την υπόθεση. Πιθανών η κούκλα να ήταν ένα παιχνίδι, ίσως ένα κοριτσίστικο παιχνίδι της εποχής. Ίσως για αυτό να μην ξέρουμε από πού ήρθε. Πολύ απλά υπήρχε πάντα στο σπίτι. Όπως ξέρουμε την εποχή εκείνη η διάρκεια ζωής ήταν μικρή, παιδία πέθαιναν σε μικρή ηλικία από ασθένειες που σήμερα γιατρεύονται από ένα αντιβιοτικό. Η ζωή στην επαρχία ήταν πολύ δύσκολη. Ίσως να ήταν μια μικρή κοπέλα που αγαπούσε απλά την κούκλα της και έμεινε για πάντα μέσα σε αυτή. Ίσως στοιχειώνουμε σε αυτά που αγαπάμε και δεν προλάβαμε να χαρούμε.
Τώρα που μεγάλωσα δεν πιστεύω πια στα φαντάσματα, ίσως δεν ήθελε να μας κάνει κακό τελικά, ποτέ κανείς μας δεν έπαθε κάτι. Ίσως να ήταν ένα ακόμα κορίτσι σε αυτό το σπίτι που ήθελα να παίξει με τα παιχνίδια της. Ίσως να ήθελε απλά να παίξει με εμάς και να κάνει νέους φίλους.
Το σίγουρο είναι μόνο ένα… ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΠΛΑ ΜΙΑ ΚΟΥΚΛΑ.
Τρομακτική Ιστορία: Τερέζα Φιντάλγκο
Η παρέα ρωτάει πως λέγεται και εκείνη απαντάει πως ονομάζεται Τερέζα Φιντάλγκο. Tο αμάξι συνεχίζει την πορεία του και επικρατεί απόλυτη ησυχία στην παρέα, ώσπου η κοπέλα δείχνει μπροστά στον δρόμο λέγοντας: «Εδώ συνέβη… Σε αυτό το σημείο είχα ένα ατύχημα πριν 2 χρόνια, στο οποίο πέθανα!». Το αμάξι βγήκε εκτός πορείας και αφού αναποδογύρισε αρκετές φορές, σταμάτησε σε ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου. Το επόμενο πρωί όλα τα μέλη της παρέας βρέθηκαν νεκρά, ενώ η Τερέζα δεν υπήρχε πουθενά
Τρομακτική Ιστορία: Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ
Όταν ήμουν σε ηλικία περίπου εννιά ετών, είχα τον πρώτο μου εφιάλτη. Ή τουλάχιστον τον πρώτο που τον θυμόμουν για πολλές μέρες αφότου ξύπνησα. Ακόμα θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τα όσα συνέβησαν μέσα σε εκείνο το καταραμένο όνειρο. Θυμάμαι ότι σηκώθηκα από το κρεβάτι και είδα μία σκιά να εξαφανίζεται πίσω από την πόρτα του δωματίου μου και να κατευθύνεται προς τον διάδρομο, που οδηγούσε στο σαλόνι. Άρχισα να περπατάω προς την ίδια κατεύθυνση, με οδηγό την περιέργεια μου να ανακαλύψω τον κάτοχο της. Καθώς προχωρούσα και πλησίαζα όλο και περισσότερο στο τέλος του διαδρόμου, μπόρεσα να διακρίνω μία γαλανωπή λάμψη, που διαπερνούσε το πηχτό σκοτάδι, όπου είχε καταλάβει για κάποιο περίεργο λόγο όλο το σπίτι. Φτάνοντας στο σαλόνι, άνοιξα ορθάνοιχτα τα μάτια μου, βλέποντας ότι η λάμψη ερχόταν από μία γυναικεία φιγούρα.
Ήταν μετρίου αναστήματος, με μακριά μελαχρινά μαλλιά και καλοφτιαγμένο σώμα. Φορούσε ένα μακρύ, γκρίζο φόρεμα που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους και κατέληγε στα ξυπόλητα πόδια της. Όταν γύρισε προς το μέρος μου με κοίταξε κατάματα αφήνοντας με να δω με κάθε λεπτομέρεια τα πανέμορφα γαλάζια μάτια της και το υπόλοιπο πρόσωπο της. Γονάτισε μπροστά μου ώστε τα βλέμματα μας να βρίσκονται στο ίδιο ύψος και με χάιδεψε απαλά στο μάγουλο, κάνοντας με να χαμογελάσω και εκείνη μου ανταπέδωσε το χαμόγελο. Για λίγο όλα πήγαιναν καλά και εγώ είχα αρχίσει να αισθάνομαι πολύ οικία απέναντι στην γαλανομάτα γυναίκα, τότε όμως πρόσεξα ότι σε μία γωνία του ταβανιού είχε ξεκινήσει να σχηματίζετε μια άλλη, σκοτεινή φιγούρα. Στην αρχή έμοιαζε με άντρα που κρεμόταν από το ταβάνι, καθώς όμως αποκτούσε σχήμα κατάλαβα ότι αυτό που έβλεπα δεν ήταν σε καμία περίπτωση η φιγούρα ενός ανθρώπου. Τα αυτιά του γίνονταν όλο και πιο μυτερά, το ίδιο και τα νύχια του, ενώ παράλληλα στην πλάτη του είχαν αρχίσει να εμφανίζονται δύο πελώριες, κατάμαυρες φτερούγες σαν της νυχτερίδας. Όταν πήρε την τελική του μορφή, το μόνο ανθρώπινο πάνω του ήταν τα μάτια του, τα οποία έμοιαζαν με αυτά της γυναίκας, μόνο που είχαν μία πιο σκοτεινή απόχρωση του γαλάζιου, που τα έκανε να φαίνονται σχεδόν γκρίζα. Το πλάσμα μου χάρισε ένα απόκοσμο χαμόγελο, γεμάτο από κοφτερά δόντια που χωρούσαν ίσα ίσα στο στόμα του. Έπειτα με ένα από τα τεράστια νύχια του ξεκίνησε να χαράζει γράμματα στον τοίχο, ώσπου σχηματίστηκε η λέξη «σύντομα». Τότε στράφηκα ξανά προς την γυναίκα και με φρίκη ανακάλυψα ότι είχε πάρει το ίδιο φρικαλέο χαμόγελο με το τερατώδες πλάσμα.
Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα και έτρεξα στους γονείς μου, έχοντας ακόμα στο μυαλό μου την εικόνα του πλάσματος, που κρεμόταν από το ταβάνι και το χαμόγελο που είχαν στα χείλη εκείνο και η γυναίκα. Τουλάχιστον όμως είχα, μέχρι εκείνη την στιγμή, την αίσθηση ότι ήταν απλώς ένα όνειρο, κάτι το οποίο έπαψα να πιστεύω μόλις βρήκα τους γονείς μου να παίρνουν το πρωινό στο σαλόνι .
Καθώς είχε μόλις αρχίσει να ξημερώνει, οι ακτίνες του ήλιου διαπερνούσαν το τζάμι του παραθύρου φωτίζοντας το δωμάτιο από άκρη σε άκρη. Μια από αυτές έπεσε πάνω στο τοίχο όπου βρισκόταν πίσω από τους γονείς που έπιναν τον καφέ τους καθισμένοι στον καναπέ. Στο ίδιο σημείο που στο όνειρο μου το πλάσμα χάραξε τον τοίχο, τώρα υπήρχε μια μουτζούρα που έμοιαζε να είχε προκληθεί από την υγρασία ή από καπνό. Την στιγμή εκείνη παρέλυσα από τον φόβο. Όταν το είπα στον πατέρα και στην μητέρα μου, μου είπαν πως επρόκειτο για απλή σύμπτωση και προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο για την μουτζούρα στην βροχή που έπεσε τα ξημερώματα, και όπως είπαν έφερε πολύ υγρασία η οποία προκάλεσε φθορές σε όλους τους τοίχους του σπιτιού. Εγώ ωστόσο δεν βρήκα σημάδια σε κανέναν άλλο τοίχο.
Από εκείνη την μέρα έβλεπα σχεδόν κάθε νύχτα παραλλαγές εκείνου του εφιάλτη. Όλες όμως είχαν ένα κοινό: Πρώτα εμφανιζόταν η γαλανομάτα γυναίκα και έπειτα αυτό το πλάσμα με τα φτερά νυχτερίδας. Όταν έκλεισα πια έναν χρόνο από τότε που άρχισα να βλέπω τα όνειρα και αφού οι γονείς αποφάσισαν ότι έπρεπε να με βοηθήσουν με κάποιο τρόπο, με έστειλαν σε ψυχολόγο. Ο κύριος που με ανέλαβε ήξερε τι έκανε και μετά από εννιά δίωρες συνεδρίες έπαψα να βλέπω εφιάλτες. Δυστυχώς όμως επέστρεψαν όταν είχα πια γίνει ενήλικας και αυτή την φορά πολύ πιο έντονοι και ζωντανοί , από ότι πριν την ψυχανάλυση , κρατώντας πάντα τη γνωστή σειρά εμφάνισης της γυναίκας και του πλάσματος.
Πριν λίγες μέρες το πλάσμα ξανά χάραξε ένα μήνυμα στο τοίχο, που όμως τώρα έγραφε «ερχόμαστε». Εχθές όταν γυρνούσα σπίτι, είδα σε ένα παγκάκι να κάθεται μία γυναίκα με ρούχα ίδια με εκείνης των ονείρων μου. Όταν με κοίταξε, κατάλαβα ότι ήταν ακριβώς η ίδια. Για λίγο έμεινα ακίνητος, μην ξέροντας τι να κάνω, και στη συνέχεια άρχισα να προχωράω με γρήγορο βηματισμό μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου κοιτώντας κάθε τόσο πίσω μου. Την νύχτα δεν είδα όνειρο, δεν μπόρεσα όμως να κοιμηθώ γιατί ακόμα προσπαθούσα να καταλάβω αν έζησα πραγματικά της τελευταίες ώρες. Μέσω των σκέψεων μου κατέληξα ότι πράγματι τις έζησα και αν πράγματι το έζησα τότε πράματι είδα την γαλανομάτα γυναίκα και τότε…
Σταμάτησα να σκέφτομαι εκείνη την στιγμή, καθώς κατάλαβα ότι αυτό σημαίνει πως σύντομα θα συναντούσα και τον δεύτερο «ήρωα» των ονείρων, αφού πάντα κάνει την εμφάνιση του μετά την γυναίκα. Μην γνωρίζοντας λοιπόν τι έπρεπε να κάνω , για να αποφύγω την μοιραία συνάντηση, αποφάσισα να αποδεχτώ το ότι θα συμβεί και απλός να την περιμένω. Αποφάσισα ωστόσο για κάθε ενδεχόμενο να καταγράψω την ιστορία μου ώστε ο κόσμος να την μάθει, αν δεν μπορέσω να την πω ο ίδιος.
Και έτσι κατέληξα να γράφω μόνος, κλεισμένος στο δωμάτιο μου, στις πέντε τα ξημερώματα, μία ιστορία που ίσως απλώς να την φαντάστηκα, για όνειρα που δεν ήταν απλώς όνειρα. Αν απλά είχα παραισθήσεις τότε αυτή την στιγμή φαντάζομαι τους ήχους που έρχονται από τις σκάλες. Φαντάζομαι τα βήματα που ακούγονται έξω από την πόρτα μου. Φαντάζομαι το τρίξιμο της πόρτας που ανοίγει. Φαντάζομαι την καυτή ανάσα που νιώθω στο σβέρκο μου.
Αν όμως δεν τα φαντάζομαι , τότε απλά δεν θέλω να κοιτάξω πίσω μου….
Τρομακτική Ιστορία: Πείραμα με την bloody Mary
Τρομακτική Ιστορία: Ακολούθησε το πνεύμα μου...
Χριστούγεννα του 1999...:
Μια παρέα φοιτητών καθώς διασκέδαζαν στο club σε ένα πάρτι που είχε διοργανωθεί από τη συγκεκριμένη σχολή, έλαβαν ένα περίεργο μήνυμα στο κινητό τους που τους έλεγε: Ακολούθησε το πνεύμα μου..12:00 στις τουαλέτες της σχολής..
Η Missy( ένα από τα κορίτσια της παρέας) επέμενε να μην πάνε αλλά όλοι οι άλλοι το βρήκαν μυστήριο και υπέθεσαν πως θα είναι μια συνηθισμένη πλάκα του Jones (ενός πλακατζή και φίλος της Missy ο οποίος απουσίαζε από το πάρτι ενώ είχε πει σίγουρα θα ερχόταν).
Όταν πήγε 12:00 η παρέα άρχισε να κατευθύνεται προς το μπάνιο...
Ο George πρώτος και τελευταία ακολουθούσε η Missy..
Άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν κολλημένο ένα σημείωμα γεμάτο αίμα που έλεγε: It's Christmas,enjoy your last seconds you have''
Η Missy πανικοβλήθηκε και έφυγε τρέχοντας... Η υπόλοιπη παρέα άρχισε να γελάει, συνέχιζε να πιστεύει πως είναι πλάκα του Jones..
Καθώς η Missy έτρεχε πάνω κάτω σε όλο το club,για να βρει τον Jones, βρήκε μια παλιά φίλη της Jessy και της είπε να καλέσει την Αστυνομία...!( Της είχε πέσει το κινητό στις τουαλέτες...)!
Η Jessy όμως δεν την πίστεψε και πήγε και αυτή στο μπάνιο!
Καθώς έμπαινε με την Missy αντίκρισαν τους φίλους της πεθαμένους....
Κάλεσαν την Αστυνομία και μόλις ήρθε δεν υπήρχε κανένα πτώμα, κανείς δεν τους ξαναείδε...
Αυτό ήταν η ένα όνειρο της Missy,η μια ψυχοπαθής κοπέλα..