Καλός ήρθατε στο κάστρο του Spooky Greek Story!!! Θα είμαι ο οδηγός σας γι' αυτό το βράδυ. Μπορείτε να με φωνάζετε Lord Ellanor. Κατάγομαι από την σκοτεινή και άγρια Τρανσιλβανία και είμαι γόνος μιας πολύ γνωστής οικογενείας. Όμως αυτό ας το αφήσουμε για το δείπνο (ΜΟΥΥΥΧΑχα!!!)... οΟο! Μην τρομάζετε! Μάλλον φταίει το κηροπήγιο με το κερί που κρατάω. Περάστε μέσα! Βλέπετε ο καλός μου υπηρέτης, ο Ίγκορ, βρίσκετε σε αδεία και ξέχασε να πληρώσει την ΔΕΗ πριν φύγει...

Έχω πολλά χρονιά να δω νυχτερινούς ταξιδιώτες. Βλέπετε τώρα με την πρόοδο της τεχνολογίας και των επιστήμων λιγόστεψαν οι επισκέπτες μας. Αχ! θυμάμαι τότε, που μαζευόμασταν γύρω από το τζάκι και λέγαμε τρομακτικές ιστορίες. Μήπως θέλετε να σας πω μερικές που ξέρω; Αν ναι περάστε παρακαλώ από δω στο στο σαλόνι! Μια ζεστή φωτιά μας περιμένει...
[Πατήστε εδώ για να διαβάσετε Τρομακτικές Ιστορίες]

Ή μήπως προτιμάτε να μάθετε τα τελευταία κουτσομπολιά από τον κόσμο του παραφυσικού, των προλήψεων και του μυστηρίου; Αν ναι, τότε ακολουθείστε με στην κουζίνα, ε να μην τσιμπήσουμε και κάτι...

ΕΑΝ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ ΤΟ BLOG ΠΑΡΑΚΑΛΟΥΜΕ ΚΑΝΤΕ ΜΑΣ ΕΝΑ LIKE ΣΤΟ FACEBOOK ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!!!

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

Αριστοτέλη Βαλαωρίτη - Ο Βρυκόλακας

-"Πες μου τι στέκεσαι Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο, στα μάτια μπρος;
Γιατί Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν' στον 'Αδη;

Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Βαθιά σε ρίξανε μέσα στη γη...
Φεύγα, σπλαχνίσου με. Θα κοιμηθώ.
'Ασε με ήσυχη ν' αναπαυθώ.

Το κρίμα που 'καμες με συνεπήρε.
Βλέπεις πως έγινα; Θανάση σύρε.
Όλοι με φεύγουνε, κανείς δε δίνει,
στην έρμη χήρα σου, ελεημοσύνη.

Στάσου μακρύτερα... Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση τι έκαμα και με τρομάζεις;
Πως είσαι πράσινος; Μυρίζεις χώμα...
Πες μου... δεν έλυωσες, Θανάση, ακόμα;

Λίγο συμάζωξε το σάβανό σου...
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, για δες... πετάνε
κι έρχονται πάνω μου για να με φάνε.

Πες μου πουθ' έρχεσαι με τέτοια αντάρα;
Ακούς τι γίνεται; Είναι λαχτάρα.
Μες απ' το μνήμα σου γιατί να βγεις;
Πες μου πουθ' έρχεσαι; Τι 'λθες να δεις";

-"Μέσα στου τάφου μου τη σκοτεινιά
κλεισμένος ήμουνα, τέτοια νυχτιά
κι εκεί οπού 'στεκα σαβανωμένος,
βαθιά στο μνήμα μου συμαζωμένος,

έξαφνα πάνω μου, μια κουκουβάγια
ακούω που φώναξε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-
σήκω και πλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτε κει-

Τα λόγια τ' άκουσα και τ' όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκο μου, να μη τους δω.

-Έβγα και πρόβαλε Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξωμε πέρα στα πλάγια.
Έβγα μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι-

Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.

Και σα με βρήκανε όλοι με μια
έξω απ' του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που είπανε με συνεπαίρνουν.

Πετάμε, τρέχομε, φυσομανάει,
το πέρασμά μας κόσμο χαλάει.
Το μαύρο σύγνεφο, όθε διαβεί,
οι βράχοι τρέμουνε, ανάφτ' η γη.

Φουσκώνει ο άνεμος τα σάβανά μας
σα ν' αρμενίζουμε με τα πανιά μας.
Πέφτουν στο δρόμο μας και ξεκολάνε
τα κούφια κόκαλα, στη γη σκορπάνε.

Εμπρός μας έσερνε η κουκουβάγια
πάντα φωνάζοντας: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-
Έτσι εφτάσαμε σ' εκειά τα μέρη,
που τόσους έσφαξα μ' αυτό το χέρι.

Ω τι μαρτύρια! Ω τι τρομάρες!
Πόσες μου ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου 'δωκαν κι έπια αίμα πηγμένο.
Για δες το στόμα μου, το 'χω βαμένο.

Κι ενώ με σέρνουνε και με πατούνε
κάποιος εφώναξε... στέκουν κι ακούνε.
-Καλώς σε βρήκαμε Βιζίρη Αλή-
Εδώθε μπαίνουνε μες την αυλή.

Πέφτουν επάνω του οι πεθαμένοι.
Με παρατήσανε... Κανείς δε μένει.
Κρυφά τους έφυγα και τρέχω 'δω,
με σε γυναίκα μου να κοιμηθώ".

-"Θανάση σ' άκουσα, τραβήξου τώρα.
Μέσα στο μνήμα σου να πας είν' ώρα".

-"Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά,
θέλω απ' το στόμα σου τρία φιλιά".

-"Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σε φίλησα κρυφά στο στόμα".

-"Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί...
Μου πήρ' η κόλαση κειό το φιλί".

-"Φέυγα και σκιάζομαι τ' άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου, πέφτει κομάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ την αχάμνια τους λες κι είν' μαχαίρια".

-"Έλα γυναίκα μου, δεν είμαι 'γω
κείνος π' αγάπησες, ένα καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ' ο Θανάσης".
-"Φεύγ' απ' τα μάτια μου, θα με κολάσεις".

Ρίχνεται πάνω της και τήνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ' αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.

Τήνε ξεγύμνωσε... το χέρι απλώνει...
Μέσα στο κόρφο της άγρια το χώνει...

Μένει σα μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ' το φόβο του, στο κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο...
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.

Τη μαύρη γλύτωσε, το φυλαχτό της,
καπνός, εσβήστηκεν απ' το πλευρό της.
Τότε ακούστηκε κι η κουκουβάγια
έξω, που φώναζε: -Θ α ν ά σ η Β ά γ ι α-!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου