Σύμφωνα με την ιστορία, μερικούς αιώνες πριν, κάπου στις μυριάδες πόλεις και χωριά της Ιρλανδίας, ζούσε ένας μεθύστακας, γνωστός ως Jack the Smith. Ο Τζακ ήταν γνωστός σε όλη τη χώρα, ως ένας απατεώνας, εκμεταλλευτής και αλλιώς ένα απόβρασμα της κοινωνίας. Μια μοιραία νύχτα ο Διάβολος άκουσε κατά τύχη την ιστορία για τα "σατανικά" κατορθώματα. Μη πεπεισμένος (και ζηλόφθονος) από τις φήμες, πήγε να μάθει μόνος του αν ο Τζακ δικαίωνε την επονείδιστη φήμη του.
Ως συνήθως, ο Τζακ ήταν μεθυσμένος και περιπλανιόταν στην εξοχή τη νύχτα όταν σκόνταψε σε ένα σώμα στο λιθόστρωτο μονοπάτι του. Το σώμα με τον απόκοσμο μορφασμό στο πρόσωπό του, κατέληξε να είναι ο ίδιος ο Διάβολος. Ο Τζακ με μελαγχολική διάθεση συνειδητοποίησε ότι αυτό ήταν το τέλος του, ο Διάβολος είχε έρθει να πάρει τη μοχθηρή ψυχή του. Τότε εξέφρασε την τελευταία του επιθυμία: ζήτησε από τον Διάβολο να του επιτρέψει να πιει μπύρα. Μη βλέποντας το λόγο να μην ενδώσει στην επιθυμία του, πήρε τον Τζακ στην τοπική παμπ και του προσέφερε πολλά οινοπνευματώδη ποτά. Αφού έσβησε τη δίψα του, ο Τζακ ζήτησε από τον Διάβολο να πληρώσει το λογαριασμό της μπύρας, προς έκπληξη του, ο οποίος και πείστηκε να μεταμορφωθεί σε ένα ασημένιο νόμισμα με το οποίο θα πλήρωνε τον μπάρμαν (εντυπωσιασμένος από τις ανυποχώρητες ειδεχθής τακτικές του Τζακ). Πανέξυπνα, ο Τζακ έχωσε τον ριζικά μεταμορφωμένο Διάβολο (το νόμισμα) στην τσέπη του, η οποία επίσης περιείχε έναν σταυρό. Α νίκανος να αποδράσει από τη μορφή του (δεμένος καθώς ήταν από το σταυρό), συμφώνησε στην απαίτηση του Τζακ, η ψυχή του να του χαριστεί για δέκα χρόνια (με αντάλλαγμα την ελευθερία του Διαβόλου).
Ακριβώς δέκα χρόνια μετά την ημέρα στην οποία ο Τζακ αρχικά επισφράγισε τη συμφωνία του, βρήκε ξανά τον εαυτό του επί την παρουσία του Διαβόλου. Όπως την προηγούμενη φορά, τον συνάντησε και φαινομενικά δέχτηκε ότι ήταν η ώρα του να πάει στην κόλαση οριστικά. Καθώς ο Διάβολος ετοιμαζόταν να τον πάρει στον Κάτω Κόσμο, ο Τζακ ρώτησε αν μπορούσε να έχει ένα μήλο, με το οποίο θα τάιζε την πεινασμένη κοιλιά του. Βλακωδώς και πάλι συμφώνησε σ' αυτήν την τελευταία επιθυμία του. Καθώς όμως σκαρφάλωνε στα κλαδιά μιας κοντινής μηλιάς, ο Τζακ περικύκλωσε τη βάση με σταυρούς. Ο Διάβολος, απογοητευμένος από το γεγονός ότι είχε παγιδευτεί ξανά, απαίτησε την απελευθέρωσή του. Όπως είχε κάνει και πρωτύτερα, ο Τζακ απαίτησε ότι η ψυχή του δεν θα παιρνόταν ποτέ στην κόλαση, αναγκάζοντας τον για ακόμα μία φορά να συμφωνήσει και για να τον ελευθερώσει.
Σταδιακά, η αλκοολική και ασταθής ζωή του επέφερε το τίμημά της στον Τζακ, πέθανε όπως είχε ζήσει. Καθώς η ψυχή του Τζακ ετοιμαζόταν να εισέλθει στον παράδεισο, μέσα από τις Πύλες του Άγιου Πέτρου, σταματήθηκε. Του είπαν ότι εξαιτίας της ζωής που είχε ακολουθήσει, τη ζωή γεμάτη απάτη, ποτό και αμαρτωλή συμπεριφορά, δεν του επιτρεπόταν η είσοδος στον Παράδεισο. Ο Τζακ, σε καταθλιπτική κατάσταση τώρα, πήγε και στάθηκε μπροστά στις Πύλες του Άδη και ικέτευσε για είσοδο στον Κάτω Κόσμο. Ο Διάβολος, εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του, δεν μπορούσε να πάρει την ψυχή του. Ωστόσο, από οίκτο έδωσε στον Τζακ ένα μισοκαμμένο κάρβουνο.
Από εκείνη τη μέρα μέχρι το τέλος της αιωνιότητας, ο Τζακ είναι καταδικασμένος να περιφέρεται στον κόσμο, ανάμεσα στα επίπεδα του καλού και του κακού, μόνο με ένα μισοκαμμένο κάρβουνο μέσα σε ένα σκαμμένο νεροκολόκυθο (το δεύτερο αγαπημένο φαγητό του Τζακ μετά τα rutabagas), για να φωτίζει το δρόμο του...
Από Τον Γιώργο Ιορδανίδη,
http://www.beer-pedia.com/presentations/presentations_historic_jack_o_lantern.html
Ωραία ιστορια
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία ιστορια
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία ιστορια
ΑπάντησηΔιαγραφήΩραία ιστορια
ΑπάντησηΔιαγραφήτο κακο αστειο....(οποιος καταλαβε τι εννοω..)
Διαγραφή