Την περίοδο του εμφυλίου ένας αντάρτης είχε έρθει στο χωριό μας να κρυφτεί. Ως γνωστόν, το πιο καλό μέρος να κρυφτεί κάποιος που δε θέλει να τον δουν είναι το νεκροταφείο.
Στο χωριό μας λοιπόν, υπάρχει ένα μικρό σπιτάκι στο νεκροταφείο που είναι το οστεοφυλάκιο. Αποφάσισε λοιπόν, να κρυφτεί εκεί μέχρι το πρωί (ήταν βράδυ όταν μπήκε μέσα). Άνοιξε την πόρτα και μπήκε σιγά σιγά μέσα. Μέσα στο οστεοφυλάκιο υπάρχει ακόμα ένα μικρό τραπεζάκι που ακουμπά στο δυτικό τοίχο. Εκεί πάνω είδε ένα μωρό τυλιγμένο με ένα άσπρο πανί.
Φοβήθηκε βέβαια, αλλά επειδή πιο πολύ φοβόταν μην αρχίζει το μωρό να κλαίει πήγε αργά κοντά του να δει αν κοιμόταν. Το μωρό όμως ήταν ξύπνιο και τον κοίταζε επίμονα. Παρατήρησε λοιπόν, ότι παρόλο που δεν μπορούσε να είναι παρά μερικών εβδομάδων είχε δοντάκια. Προσπάθησε παραταύτα να ησυχάσει και να κρυφτεί όπως είχε σχεδιάσει.
Εκείνη τη στιγμή το μωρό όμως, άρχισε να κλαίει. Αναγκάστηκε λοιπόν να πάει κοντά να το ηρεμήσει. Πλησίασε, το πήρε στα χέρια του και πριν προλάβει να το νανουρίσει το μωρό βγάζει μια τσιριχτή φωνή και λέει: <<Βλέπεις, έχω και δοντάκια !>> και του ρίχνει μια δαγκωματιά στο χέρι. Αυτός άρχισε να τρέχει κατάχλομος έξω όπου τον έπιασαν και τον έβαλαν να τους διηγηθεί την ιστορία του. Αργότερα πήγαν εκεί αυτοί που τον έπιασαν να δουν, αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μέχρι το πρωί ο αντάρτης είχε πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία . . .
Βρικόλακας θα ήταν...
ΑπάντησηΔιαγραφή