Μία ανατριχιαστική ιστορία βρικολάκων αφηγείται ό Γάλλος περιηγητής Pitton de Tournefort.(Relation d'un voyage du Levent, Paris, 1717 . Βλ. κεφ. Ό τελευταίος του αιώνα)
Παρακολούθησε ό ίδιος το φρικαλέο περιστατικό στη Μύκονο το χειμώνα του1700:
«Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο. Κανείς δεν ήξερε πώς και γιατί. Δυο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, ν' αγκαλιάζει ξαφνικά τούς ανθρώπους και να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονιούνται και σοβαροί άνθρωποι ή υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οι παπάδες έκαναν εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του
Τι δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία. Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί ν' ανοίξει το στέρνο άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό πού ζητούσε. Κάποιος του είπε ν' ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλαν την καρδιά. Για να καλυφθεί ή μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα. Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πώς από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός. Πού να τολμήσουμε να τούς πούμε πώς ήταν από το λιβάνι. Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα ή κραυγή «βρυκόλακας»! «βρυκόλακας»!
Από το θόρυβο θαρρούσες πώς θα γκρεμισθεί ό θολός του ναού. Ό χασάπης έβανε όρκο πώς το πτώμα ήταν όλόζεστο. Μερικοί έλεγαν πώς το αίμα ήταν κατακόκκινο.
Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σ' όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες πού βεβαίωναν πώς όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρικολακιάσει.
Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από τη δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πώς είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τούς είπα ότι είναι εκατό τα εκατό πεθαμένος. Τούς εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να μ' ακούσει;
Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Μ' όλα αυτά ό βρυκόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός. Άνοιγε πόρτες, ακόμα και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει.
Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. ~Ήταν μία αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη οπώδη μανία ή λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν υπήρχε άνθρωπος πού να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρικόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακός στα χωράφια.
Κάποιος είπε πώς το κακό οφείλεται σε μία παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις μέρες και τρεις νύχτες.Οί παπάδες υποχρεώθηκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τούς έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι.
Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρήσουν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς μπαγαπόντηδες πού είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση. Δεν ήταν βέβαια οι πρώτοι δράστες και τούς άφησαν ελεύθερους. Για ν' αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν ν' αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων πού είχαν εγκαταλείψει το βιός τους.
Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.
Μία μέρα, αφού κάρφωσαν κι' εγώ δεν ξέρω πόσα γυμνά σπαθιά πάνω στο μνήμα του βρικόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερες φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός) ένας Αρβανίτης πού βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρυκόλακα με σπαθιά χριστιανικά.
— Δεν βλέπετε χαζοί, ότι ή λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι' εμποδίζει τον Σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τούρκικα σπαθιά!
Αλλά και ή συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε. Ό βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιόν άγιο να προσευχηθούν.
«Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε απ’ όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο το βρικόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Άι Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα (Όχι ξύλα, από φόβο μήπως ό βρυκόλακας σβήσει τη φλόγα) και το αποτέφρωσαν. Ό διάβολος είχε παγιδευτή κι' εξοντώθηκε. Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή στη Σύρο».
Αναδημοσίευση από: http://kostas-urbanlegends.blogspot.com/
Αυτή η Ιστορία μάλλον Συνδέεται με αυτήν Μύκονος: Ο Βουρβούλακας
Παρακολούθησε ό ίδιος το φρικαλέο περιστατικό στη Μύκονο το χειμώνα του1700:
«Σκότωσαν ένα χωριάτη Μυκονιάτη, από φυσικού του δύστροπο και φιλόνικο. Κανείς δεν ήξερε πώς και γιατί. Δυο μέρες μετά τον ενταφιασμό του διαδόθηκε ότι τον είδαν να περπατάει τη νύχτα με βαριά βήματα, να μπαίνει στα σπίτια, να αναποδογυρίζει τα έπιπλα, να σβήνει τα λυχνάρια, ν' αγκαλιάζει ξαφνικά τούς ανθρώπους και να κάνει χίλιες δυο κατεργαριές. Στην αρχή γέλασαν όλοι. Μα όταν άρχισαν να παραπονιούνται και σοβαροί άνθρωποι ή υπόθεση πήρε διαστάσεις. Οι παπάδες έκαναν εξορκισμούς. Τίποτα, ο Μυκονιάτης συνέχιζε αδιόρθωτος τις πανουργίες του
Τι δέκατη μέρα έγινε λειτουργία για να εκδιωχθεί ο δαίμονας. Αποφασίστηκε να ξεθάψουν το κουφάρι και να του ξεριζώσουν την καρδιά μέσα στην εκκλησία. Ο χασάπης της Μυκόνου, γέρος και αδέξιος, αντί ν' ανοίξει το στέρνο άνοιξε την κοιλιά. Έψαξε, έψαξε αλλά δεν εύρισκε αυτό πού ζητούσε. Κάποιος του είπε ν' ανοίξει το διάφραγμα. Έτσι έβγαλαν την καρδιά. Για να καλυφθεί ή μπόχα του πτώματος έκαιγαν λιβάνια. Αλλά το θυμίαμα, καθώς ανακατευόταν με τις αναθυμιάσεις του κουφαριού προκαλούσε φοβερότερη μπόχα. Οι φτωχοί άνθρωποι τρελάθηκαν. Πάθαιναν παραισθήσεις έβλεπαν εφιαλτικά οράματα. Φώναζαν πώς από το ανοιγμένο κουφάρι έβγαινε πηχτός καπνός. Πού να τολμήσουμε να τούς πούμε πώς ήταν από το λιβάνι. Μέσα στην εκκλησία αντηχούσε μονάχα ή κραυγή «βρυκόλακας»! «βρυκόλακας»!
Από το θόρυβο θαρρούσες πώς θα γκρεμισθεί ό θολός του ναού. Ό χασάπης έβανε όρκο πώς το πτώμα ήταν όλόζεστο. Μερικοί έλεγαν πώς το αίμα ήταν κατακόκκινο.
Το φοβερό νέο απλώθηκε από σοκάκι σε σοκάκι σ' όλη την πολιτεία. Και σε λίγο όρμησαν στην εκκλησία ένα πλήθος νησιώτες πού βεβαίωναν πώς όταν έφεραν το πτώμα από τα χωράφια ήταν ακόμα ζεστό. Σίγουρα λοιπόν είχε βρικολακιάσει.
Βρισκόμουν πλάι στο κουφάρι για να βλέπω καλύτερα. Παραλίγο να λιποθυμήσω από τη δυσωδία. Αλλά οι ζαλισμένοι νησιώτες ξέφρενοι από την τρομάρα, νόμιζαν πώς είχε ακόμα ζωή. Ζήτησαν τη γνώμη μου και τούς είπα ότι είναι εκατό τα εκατό πεθαμένος. Τούς εξήγησα ήρεμα όλα τα περίεργα φαινόμενα και τις παραισθήσεις. Ποιος να μ' ακούσει;
Πήραν την καρδιά στην ακρογιαλιά και την έκαψαν. Μ' όλα αυτά ό βρυκόλακας δεν εννοούσε να ησυχάσει. Έγινε περισσότερο επιθετικός. Άνοιγε πόρτες, ακόμα και δωμάτια, ξυλοκοπούσε ανθρώπους τη νύχτα, έσπαζε παράθυρα, έσκιζε φορέματα, άδειαζε τις κυψέλες των μελισσιών και τα κρασοβάρελα. Μονάχα στο σπίτι του προξένου όπου είχαμε εγκατασταθεί δεν τόλμησε να τρυπώσει.
Όλο το νησί είχε υποστεί ομαδική παράκρουση. Ακόμα και οι έξυπνοι και οι μορφωμένοι είχαν παρασυρθεί. ~Ήταν μία αρρώστια του εγκεφάλου, επικίνδυνη οπώδη μανία ή λύσσα. Οικογένειες εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και έστηναν τα κρεβάτια τους καταμεσής στην πλατεία για να περάσουν τη νύχτα τους. Δεν υπήρχε άνθρωπος πού να μην είχε διαπιστώσει την παρουσία του βρικόλακα. Όλη τη νύχτα άκουγες θρήνους. Πολλοί βγήκαν οικογενειακός στα χωράφια.
Κάποιος είπε πώς το κακό οφείλεται σε μία παράλειψη κατά την τελετή του εξορκισμού. Η λειτουργία έπρεπε να γίνει μετά την αφαίρεση της καρδιάς. Έτσι ξαναβρεθήκαμε στην αναστάτωση της πρώτης μέρας. Γενική σύναξη πρωί και βράδυ, λιτανείες τρεις μέρες και τρεις νύχτες.Οί παπάδες υποχρεώθηκαν να νηστέψουν αυστηρά. Τούς έβλεπες να τρέχουν από σπίτι σε σπίτι με την αγιαστούρα στο χέρι.
Είπαμε στους προεστούς να στήσουν ενέδρες τη νύχτα και να παρατηρήσουν τι συμβαίνει στην πολιτεία. Έτσι έπιασαν μερικούς μπαγαπόντηδες πού είχαν προκαλέσει όλη την αναστάτωση. Δεν ήταν βέβαια οι πρώτοι δράστες και τούς άφησαν ελεύθερους. Για ν' αναπληρώσουν τη νηστεία της φυλακής άρχισαν ν' αδειάζουν τη νύχτα τα σπίτια των κατοίκων πού είχαν εγκαταλείψει το βιός τους.
Έτσι ξανάρχισαν οι λιτανείες.
Μία μέρα, αφού κάρφωσαν κι' εγώ δεν ξέρω πόσα γυμνά σπαθιά πάνω στο μνήμα του βρικόλακα (ξέθαφταν το πτώμα τρεις ή τέσσερες φορές την ημέρα ανάλογα με τις εμπνεύσεις του καθενός) ένας Αρβανίτης πού βρέθηκε στη Μύκονο είπε με ύφος μεγάλου σοφού ότι είναι γελοίο να καρφώνουν τον βρυκόλακα με σπαθιά χριστιανικά.
— Δεν βλέπετε χαζοί, ότι ή λαβή αυτών των σπαθιών έχει το σχήμα του σταυρού κι' εμποδίζει τον Σατανά να βγει από το κουφάρι; Χρειάζονται τούρκικα σπαθιά!
Αλλά και ή συνταγή του Αρβανίτη δεν ωφέλησε. Ό βρυκόλακας φαινόταν άτρωτος. Δεν ήξεραν πια σε ποιόν άγιο να προσευχηθούν.
«Ξαφνικά μια φωνή υψώθηκε απ’ όλη την πόλη: πρέπει να κάψουμε ολόκληρο το βρικόλακα. Ξέθαψαν πάλι το κουφάρι και το κουβάλησαν στην πούντα του Άι Γιώργη, άναψαν δυνατή πυρά με πίσσα (Όχι ξύλα, από φόβο μήπως ό βρυκόλακας σβήσει τη φλόγα) και το αποτέφρωσαν. Ό διάβολος είχε παγιδευτή κι' εξοντώθηκε. Ήταν καιρός. Γιατί οι περισσότερες οικογένειες ετοιμάζονταν να μεταναστεύσουν στην Τήνο ή στη Σύρο».
Αναδημοσίευση από: http://kostas-urbanlegends.blogspot.com/
Αυτή η Ιστορία μάλλον Συνδέεται με αυτήν Μύκονος: Ο Βουρβούλακας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου