Ζούσε κάποτε ένα κοριτσάκι που το λέγαν Μαργαρίτα. Ήταν ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι και οι γονείς του το αγαπούσαν πολύ και του έκαναν όλα τα χατίρια. Είχε δυο πράσινα υπέροχα ματάκια. Ένα απόγευμα, η Μαργαρίτα και η μαμά της πήγαν για ψώνια. Η Μαργαρίτα είχε ψηλώσει πολύ τον τελευταίο καιρό και τα φορέματα της δεν της έκαναν πια. Αγόρασαν ένα γαλάζιο φόρεμα και μια τούλινη ομπρέλα και γαλάζια γάντια. Μετά πήγαν σ' ένα άλλο μαγαζί κι εκεί αγόρασαν ένα ζευγάρι μαύρα λουστρίνια, γιατί η Μαργαρίτα σύντομα θα πήγαινε για πρώτη φορά στο σχολείο και η μαμά έλεγε πως έπρεπε να είναι ευπαρουσίαστη. Γυρνώντας σπίτι, η Μαργαρίτα και η μαμά της είδαν ένα κατάστημα που δεν είχαν ξαναδεί. Ήταν ένα ολοκαίνουριο και αστραφτερό μαγαζί με παιχνίδια. Μπροστά-μπροστά, στη βιτρίνα, ήταν μια κούκλα. Ήταν μια πολύ όμορφη κούκλα, με πορσελάνινο πρόσωπο, με ξανθά μαλλιά και μπλε μάτια. Φόραγε ένα γαλάζιο φόρεμα και μαύρα λουστρίνια και κρατούσε μια τούλινη ομπρέλα. Τα χέρια της ήταν σκεπασμένα με γαλάζια γάντια.
Μόλις την είδε, η Μαργαρίτα ήξερε πως την ήθελε. Κοίταξε τη μαμά της ικετευτικά και της είπε πως αν της έπαιρνε αυτή την κούκλα δε θα ζητούσε τίποτ' άλλο, ποτέ ξανά. Όμως η μαμά της ήταν κουρασμένη και δεν είχε άλλα χρήματα μαζί της, οπότε η κούκλα έμεινε στη βιτρίνα. Αλλά η Μαργαρίτα υποσχέθηκε από μέσα της πως θα πήγαινε να την πάρει, γιατί ήταν σίγουρη πως και η κούκλα, επίσης, την ήθελε. Οι μέρες όμως περνούσαν και η Μαργαρίτα άρχισε να πηγαίνει σχολείο και η μαμά δεν της αγόρασε την κούκλα και η Μαργαρίτα σιγά-σιγά το ξέχασε. Στο κάτω-κάτω, ήταν πολύ μεγάλη για να παίζει με κούκλες.
Ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Μαργαρίτα είδε ένα μεγάλο πακέτο να την περιμένει κάτω απ' το δέντρο κι αμέσως θυμήθηκε την κούκλα και κατάλαβε τι ήταν μέσα στο κουτί. Οι γονείς της κοίταζαν τα δύο κοριτσάκια, το αληθινό και το πορσελάνινο, να παίζουν και να στροβιλίζονται και καμιά φορά δεν μπορούσαν να πουν ποιο ήταν ποιο, τόσο πολύ έμοιαζαν. Η Μαργαρίτα πήρε την κούκλα στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ, το ίδιο και το επόμενο, το ίδιο και το βράδυ μετά απ' αυτό.
Η Μαργαρίτα μεγάλωνε, αλλά η κούκλα έμενε πάντα ίδια. Μόνο που τώρα το φόρεμά της έμοιαζε γκρι από τη βρωμιά, η τούλινη ομπρέλα της είχε χαθεί και το ένα της γάντι ήταν σκισμένο. Είχε ένα βαθύ ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της και το ένα της μάτι είχε φύγει από τη θέση του. Η Μαργαρίτα ακόμη την έπαιρνε στο δωμάτιό της τα βράδια, αλλά την άφηνε σε μια γωνία, πάνω σ' ένα σωρό από λούτρινα αρκουδάκια. Την τοποθετούσε πάντα με το πρόσωπο στον τοίχο, γιατί το άδειο μάτι της την τρόμαζε και δεν ήθελε να το βλέπει.
Ώσπου, μια νύχτα, η Μαργαρίτα ανέβηκε για ύπνο χωρίς την κούκλα. Μόλις είχε δει μια κάπως "ενήλικη" ταινία και υπήρχαν κάποια πράγματα που ήθελε να δοκιμάσει, μόνη της, χωρίς να νιώθει καρφωμένο πάνω της το άδειο μάτι της κούκλας που την τρόμαζε. Έτσι, η κούκλα έμεινε στο σαλόνι, με το λειψό της βλέμμα να ατενίζει το κενό. Και ήταν τόσο θλιμμένο αυτό το βλέμμα.
Στη μέση της νύχτας, η Μαργαρίτα ξύπνησε απότομα. Της φάνηκε πως άκουσε κάτι. Κάτι σαν ψίθυρο...ή σύρσιμο. Αφουγκράστηκε προσεκτικά.
- Μαργαρίτα;
Ήταν μια λεπτή, παιδική φωνή, όμοια με τη δική της φωνή όταν ήταν μικρή. Σκέφτηκε πως παράκουσε και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Αλλά η φωνή επέμεινε.
- Μαργαρίτα...γιατί με ξέχασες;
Η Μαργαρίτα ανακάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε γύρω της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Μετά από λίγα λεπτά ησυχίας, γλίστρησε και πάλι κάτω από το πάπλωμα κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
- Γιατί δεν παίζεις πια μαζί μου;
Η φωνή ήταν λυπημένη και γεμάτη παράπονο.
- Μήπως επειδή έχω σπασμένο πρόσωπο; Αλλά...εσύ μου το έσπασες, Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα τότε κατάλαβε σε ποιον ανήκε η φωνή κι αμέσως ησύχασε. Προφανως ονειρευόταν. Στο κάτω-κάτω, ήταν μονάχα μια κούκλα. Όμως, την επόμενη φορά, η φωνή ακούστηκε πιο κοντά κι η Μαργαρίτα δεν ήταν πια τόσο σίγουρη.
- Μήπως επειδή μου λείπει ένα μάτι; Αλλά...εσύ μου το έβγαλες, Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα τυλίχτηκε στο πάπλωμα κι έκλεισε τ'αφτιά της. Δεν ήθελε ν' ακούει, δεν ήθελε.
- Μήπως επειδή είμαι βρώμικη και τα γάντια μου σκισμένα; Αλλά...κι αυτά εσύ τα έκανες, Μαργαρίτα.
Μόνο τότε κατάλαβε η Μαργαρίτα πως η φωνή ακουγόταν μέσα στο κεφάλι της. Τράβηξε τα χέρια της από τ' αφτιά της. Ένας θόρυβος ακούστηκε από τις σκάλες. Έμοιαζε με βήματα. Η Μαργαρίτα έπνιξε μια τρομαγμένη κραυγή.
- Μαργαρίτα, Μαργαρίτα, είπε τραγουδιστά η φωνή. Φοβάσαι;
Ένα καμπανιστό, παιδικό γέλιο ακούστηκε έξω από την πόρτα της. Η Μαργαρίτα έτρεμε κάτω από το πάπλωμα. Η πόρτα έτριξε σιγανά.
- Μη φοβάσαι...εγώ ήρθα μόνο για να παίξουμε, είπε η κούκλα κι η φωνή της ήταν ξανά λυπημένη και γεμάτη παράπονο.
Το πρωί, η Μαργαρίτα άργησε να ξυπνήσει για να πάει σχολείο. Η μαμά της ανέβηκε να δει αν ήταν καλά.
- Μαργαρίτα;
Στεκόταν με το πρόσωπο στον τοίχο, μπροστά από τη στοίβα με τα λούτρινα αρκουδάκια. Φόραγε ακόμη το νυχτικό της.
- Μαργαρίτα;ρώτησε και πάλι, αβέβαια.
Όμως η Μαργαρίτα δεν της απάντησε ούτε τότε. Την πλησίασε και την άγγιξε στον ώμο. Ήταν παγωμένη και παράξενα άκαμπτη. Τρόμαξε και τη γύρισε προς το μέρος της. Μια βαθιά χαρακιά κατέβαινε στο πρόσωπό της και το ένα της μάτι ήταν βγαλμένο. Ούρλιαξε. Το πτώμα παρέμεινε όρθιο, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο και την κοίταζε. Δεν υπήρχε τρόμος στο λειψό του βλέμμα, μόνο θλίψη και στα χείλη του ήταν χαραγμένο ένα πικρό χαμόγελο.
Το μαγαζί με τα παιχνίδια είχε καινούρια παραλαβή εκείνο το πρωί. Μέσα σ'ένα από τα κουτιά υπήρχε μια κούκλα. Είχε ξανθά μαλλιά και πορσελάνινο πρόσωπο. Φόραγε ένα αστραφτερό, γαλάζιο φόρεμα και μαύρα λουστρίνια. Κράταγε μια τούλινη ομπρέλα και τα χέρια της ήταν καλυμμένα με γαλάζια γάντια. Το ένα της μάτι ήταν γαλάζιο και το άλλο πράσινο.
Bella Cullen
Πηγή http://thetwilightsaga.forumgreek.com/t93p135-topic
Δείτε όλες της Τρομακτικές μας Ιστορίες στον Κατάλογος Ιστοριών
Μόλις την είδε, η Μαργαρίτα ήξερε πως την ήθελε. Κοίταξε τη μαμά της ικετευτικά και της είπε πως αν της έπαιρνε αυτή την κούκλα δε θα ζητούσε τίποτ' άλλο, ποτέ ξανά. Όμως η μαμά της ήταν κουρασμένη και δεν είχε άλλα χρήματα μαζί της, οπότε η κούκλα έμεινε στη βιτρίνα. Αλλά η Μαργαρίτα υποσχέθηκε από μέσα της πως θα πήγαινε να την πάρει, γιατί ήταν σίγουρη πως και η κούκλα, επίσης, την ήθελε. Οι μέρες όμως περνούσαν και η Μαργαρίτα άρχισε να πηγαίνει σχολείο και η μαμά δεν της αγόρασε την κούκλα και η Μαργαρίτα σιγά-σιγά το ξέχασε. Στο κάτω-κάτω, ήταν πολύ μεγάλη για να παίζει με κούκλες.
Ώσπου ήρθαν τα Χριστούγεννα και η Μαργαρίτα είδε ένα μεγάλο πακέτο να την περιμένει κάτω απ' το δέντρο κι αμέσως θυμήθηκε την κούκλα και κατάλαβε τι ήταν μέσα στο κουτί. Οι γονείς της κοίταζαν τα δύο κοριτσάκια, το αληθινό και το πορσελάνινο, να παίζουν και να στροβιλίζονται και καμιά φορά δεν μπορούσαν να πουν ποιο ήταν ποιο, τόσο πολύ έμοιαζαν. Η Μαργαρίτα πήρε την κούκλα στο κρεβάτι της εκείνο το βράδυ, το ίδιο και το επόμενο, το ίδιο και το βράδυ μετά απ' αυτό.
Η Μαργαρίτα μεγάλωνε, αλλά η κούκλα έμενε πάντα ίδια. Μόνο που τώρα το φόρεμά της έμοιαζε γκρι από τη βρωμιά, η τούλινη ομπρέλα της είχε χαθεί και το ένα της γάντι ήταν σκισμένο. Είχε ένα βαθύ ράγισμα κατά μήκος του προσώπου της και το ένα της μάτι είχε φύγει από τη θέση του. Η Μαργαρίτα ακόμη την έπαιρνε στο δωμάτιό της τα βράδια, αλλά την άφηνε σε μια γωνία, πάνω σ' ένα σωρό από λούτρινα αρκουδάκια. Την τοποθετούσε πάντα με το πρόσωπο στον τοίχο, γιατί το άδειο μάτι της την τρόμαζε και δεν ήθελε να το βλέπει.
Ώσπου, μια νύχτα, η Μαργαρίτα ανέβηκε για ύπνο χωρίς την κούκλα. Μόλις είχε δει μια κάπως "ενήλικη" ταινία και υπήρχαν κάποια πράγματα που ήθελε να δοκιμάσει, μόνη της, χωρίς να νιώθει καρφωμένο πάνω της το άδειο μάτι της κούκλας που την τρόμαζε. Έτσι, η κούκλα έμεινε στο σαλόνι, με το λειψό της βλέμμα να ατενίζει το κενό. Και ήταν τόσο θλιμμένο αυτό το βλέμμα.
Στη μέση της νύχτας, η Μαργαρίτα ξύπνησε απότομα. Της φάνηκε πως άκουσε κάτι. Κάτι σαν ψίθυρο...ή σύρσιμο. Αφουγκράστηκε προσεκτικά.
- Μαργαρίτα;
Ήταν μια λεπτή, παιδική φωνή, όμοια με τη δική της φωνή όταν ήταν μικρή. Σκέφτηκε πως παράκουσε και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Αλλά η φωνή επέμεινε.
- Μαργαρίτα...γιατί με ξέχασες;
Η Μαργαρίτα ανακάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε γύρω της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. Μετά από λίγα λεπτά ησυχίας, γλίστρησε και πάλι κάτω από το πάπλωμα κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.
- Γιατί δεν παίζεις πια μαζί μου;
Η φωνή ήταν λυπημένη και γεμάτη παράπονο.
- Μήπως επειδή έχω σπασμένο πρόσωπο; Αλλά...εσύ μου το έσπασες, Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα τότε κατάλαβε σε ποιον ανήκε η φωνή κι αμέσως ησύχασε. Προφανως ονειρευόταν. Στο κάτω-κάτω, ήταν μονάχα μια κούκλα. Όμως, την επόμενη φορά, η φωνή ακούστηκε πιο κοντά κι η Μαργαρίτα δεν ήταν πια τόσο σίγουρη.
- Μήπως επειδή μου λείπει ένα μάτι; Αλλά...εσύ μου το έβγαλες, Μαργαρίτα.
Η Μαργαρίτα τυλίχτηκε στο πάπλωμα κι έκλεισε τ'αφτιά της. Δεν ήθελε ν' ακούει, δεν ήθελε.
- Μήπως επειδή είμαι βρώμικη και τα γάντια μου σκισμένα; Αλλά...κι αυτά εσύ τα έκανες, Μαργαρίτα.
Μόνο τότε κατάλαβε η Μαργαρίτα πως η φωνή ακουγόταν μέσα στο κεφάλι της. Τράβηξε τα χέρια της από τ' αφτιά της. Ένας θόρυβος ακούστηκε από τις σκάλες. Έμοιαζε με βήματα. Η Μαργαρίτα έπνιξε μια τρομαγμένη κραυγή.
- Μαργαρίτα, Μαργαρίτα, είπε τραγουδιστά η φωνή. Φοβάσαι;
Ένα καμπανιστό, παιδικό γέλιο ακούστηκε έξω από την πόρτα της. Η Μαργαρίτα έτρεμε κάτω από το πάπλωμα. Η πόρτα έτριξε σιγανά.
- Μη φοβάσαι...εγώ ήρθα μόνο για να παίξουμε, είπε η κούκλα κι η φωνή της ήταν ξανά λυπημένη και γεμάτη παράπονο.
Το πρωί, η Μαργαρίτα άργησε να ξυπνήσει για να πάει σχολείο. Η μαμά της ανέβηκε να δει αν ήταν καλά.
- Μαργαρίτα;
Στεκόταν με το πρόσωπο στον τοίχο, μπροστά από τη στοίβα με τα λούτρινα αρκουδάκια. Φόραγε ακόμη το νυχτικό της.
- Μαργαρίτα;ρώτησε και πάλι, αβέβαια.
Όμως η Μαργαρίτα δεν της απάντησε ούτε τότε. Την πλησίασε και την άγγιξε στον ώμο. Ήταν παγωμένη και παράξενα άκαμπτη. Τρόμαξε και τη γύρισε προς το μέρος της. Μια βαθιά χαρακιά κατέβαινε στο πρόσωπό της και το ένα της μάτι ήταν βγαλμένο. Ούρλιαξε. Το πτώμα παρέμεινε όρθιο, με κάποιο μυστηριώδη τρόπο και την κοίταζε. Δεν υπήρχε τρόμος στο λειψό του βλέμμα, μόνο θλίψη και στα χείλη του ήταν χαραγμένο ένα πικρό χαμόγελο.
Το μαγαζί με τα παιχνίδια είχε καινούρια παραλαβή εκείνο το πρωί. Μέσα σ'ένα από τα κουτιά υπήρχε μια κούκλα. Είχε ξανθά μαλλιά και πορσελάνινο πρόσωπο. Φόραγε ένα αστραφτερό, γαλάζιο φόρεμα και μαύρα λουστρίνια. Κράταγε μια τούλινη ομπρέλα και τα χέρια της ήταν καλυμμένα με γαλάζια γάντια. Το ένα της μάτι ήταν γαλάζιο και το άλλο πράσινο.
Bella Cullen
Πηγή http://thetwilightsaga.forumgreek.com/t93p135-topic
Δείτε όλες της Τρομακτικές μας Ιστορίες στον Κατάλογος Ιστοριών
Η Μαργαριτα δεν ηθελε να παιζει αλλο με κουκλες.Αρχισε να παιζει με το πουλακι της.Ενα καναρινι που της ειχε κανει δωρο η θεια της επειδη τελειωσε με 10 την τριτη ... γυμνασιου.Τοσο ασχετη.
ΑπάντησηΔιαγραφήauti ine ipio tromaktiki istoria pou exo diabasi tin ipa se 2 filous ke to bradi eklegan apo to fobo tous!!!!!!!!!!!!ego pantos de xestika
ΑπάντησηΔιαγραφήegv pali den to katalaba
ΑπάντησηΔιαγραφήτρομακτικο λιγακι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΡε ειναι η ανναμπελ αυτη! Εχουν αντιγραψει
ΑπάντησηΔιαγραφή